συντῆξαι

συντῆξαι
συντήκω
fuse into one mass
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμφυσώ — άω, Α [φυσῶ] 1. φυσώ μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) (για χαλκέα) φυσώντας τη φωτιά συντήκω, λειώνω στον ίδιο λέβητα («εἰ γὰρ τούτου ἐπιθυμεῑτε, θέλω ὑμᾱς συντῆξαι καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτὸ ὥστε δύ ὄντας ἕνα γεγονέναι», Πλάτ.) 3. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”